- ράχος
- (I)ο / ῥάχος, ΝΜΑ, και ῥᾱχος, ή, και ῥαχός, ή, και ιων. τ. ῥηχός, ἡ, ΜΑακανθώδης θάμνοςμσν.-αρχ.1. φράχτης από αγκαθωτά κλαδιά2. κλαδιά και φύλλα κατάλληλα για την κατασκευή σαμαριώναρχ.1. η βέργα τού αμπελιού που χρησιμοποιείται για καταβολάδα2. (στην Τροιζήνα) η αγριελιά.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥᾱχός / ῥηχός ανάγεται στη ρίζα *wrăgh-/ wrāgh- «αγκάθι, μύτη» τής λ. ῥάχις και εμφανίζει μακρό φωνηεντισμό -ᾱ-. Ο τ. ῥάχος με -ᾰ- και αναβιβασμό τού τόνου κατά το ῥάχις (βλ. λ. ράχη)].————————(II)τὸ, Α(κατά τον Ησύχ.) «ῥάχηἀπορραχίσματα καὶ ἀποσπάσματα».[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. άλλος τ. τής λ. ῥάχις].
Dictionary of Greek. 2013.